κόσμοτρο

κόσμοτρο
το
(πυρην. φυσ.) τύπος επιταχυντή σωματιδίων, τής κατηγορίας τών συγχρότρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cosmotron < cosm(o)- (< κόσμος) + -tron (< -τρον)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κοσμοτρόνιο ή κόσμοτρο — Ονομασία του συγχροτρόνιου ή σύγχροτρου πρωτονίων του Μπρουκχέιβεν (ΗΠΑ). Το κ. μπορεί να παράγει δέσμες 2,3χ1011 σωματιδίων ανά δευτερόλεπτο, στα οποία προσδίδεται ενέργεια 3 GeV (δηλαδή 3 δισ. ηλεκτρονιοβόλτ). Η εισαγωγή των σωματιδίων γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνιν, Τζέιμς — (James Cronin, Σικάγο 1931 –). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Αποφοίτησε από τη φυσικομαθηματική σχολή του πανεπιστημίου των Μεθοδιστών του Νότου το 1951. Το ίδιο έτος ξεκίνησε μεταπτυχιακά στο πανεπιστήμιο του Σικάγο, με καθηγητές τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”